- σουπιέρα
- η суповая миска
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σουπιέρα — η, Ν βαθύ και ευρύχωρο σκεύος για το σερβίρισμα τής σούπας στο τραπέζι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. zuppiera < zuppa «σούπα»] … Dictionary of Greek
σουπιέρα — η (λ. ιταλ.), βαθύ και μεγάλο πιάτο για το σερβίρισμα της σούπας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ζωμοδόχος — η μαγειρικό σκεύος με το οποίο προσφέρεται ο ζωμός, σουπιέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζωμός + δοχος < δέχομαι. Η λ. στον τ. ζωμοδόχη μαρτυρείται από το 1891 από τον Στέφανο Ξένο στην εφημερίδα Βρεττανικός Αστήρ] … Dictionary of Greek
σκεπαστός — ή, ό 1. σκεπασμένος: Έβαλε το φαγητό σε μια σκεπαστή σουπιέρα για να μην το λερώσουν μύγες. 2. συγκαλυμμένος, όχι σαφής: Τα είπε σκεπαστά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)